Σχολικό Έτος 2012-2103

«Μια φορά κι έναν καιρό...»

Οι μαθητές/τριες του Δ ?1, στο πλαίσιο του Πολιτιστικού Προγράμματος «Από το λαϊκό παραμύθι στο σύγχρονο... Η σημασία της αφηγηματικότητας στην εκπαιδευτική διαδικασία», άκουσαν λαϊκά παραμύθια στην τάξη. Η τάξη μετατράπηκε σε μια μικρή αφηγηματική κοινότητα με μέλη τους μαθητές και τη δασκάλα. Τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να κατανοήσουν τη σημασία και τη λειτουργία που είχαν τα παραμύθια για τους ανθρώπους των παραδοσιακών κοινοτήτων και να εξοικειωθούν με τη δομή του η οποία στηρίζεται σε συγκεκριμένες ενέργειες.

Το παραμύθι, ένα ολόκληρο σύμπαν όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και με τη σοφία αιώνων που περικλείει, ασκεί γοητεία στα παιδιά και μπορεί να γίνει κατάλληλο πεδίο για να καταθέσουν τη δημιουργικότητά τους.

Έτσι, το αφηγηματικό υλικό με το οποίο ήρθαν σε επαφή αποτέλεσε και τη βάση για να γράψουν τα παιδιά- με όχημα τη φαντασία τους - και τα δικά τους παραμύθια, αρχικά ένα ομαδικό, μετά σε ομάδες και τέλος το καθένα το δικό του τα οποία συμπεριλάβαμε σε ένα βιβλίο.

Ας ταξιδέψουμε μαζί τους ...

«στις ίλινες, τις μπίλινες, τις αλαμαλακούσιες,

τα μαρμαρένια τα βουνά,

τους κρουσταλλένιους κάμπους» 

Αρχή του παραμυθιού μας... 


 

 

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ»

Πράσινη κλωστή κλωσμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δωσ?της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν?αρχίσει
και την καλή μας συντροφιά να την καλησπερίσει...
 

Μια φορά κι ένα καιρό σ? ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένα βασιλόπουλο που είχε όλα τα καλά του κόσμου. Ήταν ένα καλόκαρδο και πρόσχαρο παλικάρι. Τη μέρα όμως που γεννήθηκε μια μάγισσα είχε πει στο βασιλιά πως όταν μεγαλώσει θα δει στο όνειρό του του μια κοπέλα όμορφη σαν τη σελήνη. Η ομορφιά της, του είπε, θα τον κάνει να τα παρατήσει όλα για να ψάξει να τη βρει. Αυτή η μάγισσα είχε προειδοποιήσει όμως το βασιλιά πως το παλικάρι για να τη βρει θα πρέπει να περάσει από ένα δάσος που το φυλάνε τρομεροί δράκοι, τ? αδέρφια της, και θα κινδυνέψει η ζωή του.

Το παιδί μεγάλωνε με την αγάπη του πατέρα του ώσπου μια νύχτα είδε στον ύπνο μια κοπέλα όμορφη με μακριά ξανθά, κυματιστά μαλλιά που λάμπαν σαν τον ήλιο. Τον παρακάλεσε να πάει να τη βρει . Μόλις ξύπνησε πήγε βρήκε τον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα είδα στον ύπνο μου την πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου όλου και θέλω να ψάξω να τη βρω». Όχι παιδί μου μη πας γιατί θα κινδυνέψεις πολύ και μπορεί να σε χάσω του είπε τότε εκείνος.. Όμως το παλικάρι πείσμωσε. Τίποτε δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Τότε ο βασιλιάς μη ξέροντας τι άλλο να κάνει κλείδωσε όλες τις πόρτες για να μη μπορεί να βγει από το παλάτι εκτός από μία που την ξέχασε ανοικτή. Το παιδί δεν μπορούσε να ησυχάσει. Δεν είχε πια όρεξη ούτε να φάει και τότε μια δούλα που ζούσε χρόνια μαζί τους και αγαπούσε πολύ το παλικάρι του εκμυστηρεύτηκε πως ο πατέρας του ξεχάστηκε κι άφησε μια πόρτα ανοιχτή. Τη στιγμή που θα του έλεγε ποια ήταν αυτή η πόρτα εμφανίστηκε ο βασιλιάς και τότε εκείνη έφυγε επειδή φοβήθηκε μη την δει και την τιμωρήσει. Έτσι το

 βασιλόπουλο άρχισε να ψάχνει μόνο του σ ?όλο το παλάτι. Έψαξε όλες τις πόρτες και καμιά δεν ήταν ξεκλείδωτη. Τότε θυμήθηκε μια μικρή πόρτα που οδηγούσε στο στάβλο και τη δοκίμασε. Είδε πως αυτή ήταν που είχε ξεχάσει ο πατέρας του, την άνοιξε, πήρε το αγαπημένο του άλογο και έφυγε τρέχοντας.

Πέρασαν μέρες και το παιδί περνούσε από πόλεις και χωριά ξάχνοντας την όμορφη κοπέλλα. Μια μέρα σταμάτησε σ?ένα ποτάμι να πιεί νερό. Εκεί είδε ένα γέρο που είχε σκύψει κι εκείνος για να πιει κι ήταν έτοιμος να πέσει μέσα. Τότε το παλικάρι αμέσως τον τράβηξε πίσω. Ο γέρος του είπε: «Ευχαριστώ παιδί μου που με έσωσες γιατί δεν ξέρω κολύμπι και θα πνιγόμουνα αν έπεφτα μέσα. Να, πάρε τη μαγκούρα μου και αν τη χρειαστείς χτύπα την στο έδαφος τρεις φορές δυνατά.» Το παλικάρι πήρε τη μαγκούρα και συνέχισε το δρόμο του.

Το βασιλόπουλο συνέχισε την αναζήτηση. Μετά από μέρες και νύχτες έφτασε σε ένα δάσος. Στάθηκε σ?ένα δέντρο για να ξεκουραστεί και είδε ένα αετό να προσπαθεί να αρπάξει μια χελώνα. Τότε το παλικάρι άρπαξε ένα ξύλο και τρόμαξε τον αετό. Η χελώνα τον ευχαρίστησε με την καρδιά της και του είπε: «Για την καλοσύνη σου πάρε αυτό το μικρό κομμάτι από καύκαλο και όταν το χρειαστείς σπάσε το». Αποχαιρέτησε τη χελώνα και έφυγε.

Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε και το παλικάρι απ?όπου περνούσε ρωτούσε μήπως ήξερε κανείς πού βρίσκεται η όμορφη βασιλοπούλα. Κανείς όμως δεν ήξερε. Μια μέρα, τυχαία συνάντησε έναν μυλωνά που κουβαλούσε νερό για να γυρίσει ο μύλος του. Φαινόταν πολύ κουρασμένος γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός. Το παλικάρι προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει.

«Καλή σου μέρα μυλωνά. Βαρύ φορτίο κουβαλάς κι ο δρόμος είναι δύσκολος. Θέλεις να σε βοήθήσω; Βάλε μερικά δοχεία νερό στ?αλογό μου κι ανέβα εσύ απάνω να σε παέι στο μύλο σου»

«Να?σαι καλά μου παιδί. Δεν άντεχα να τα κουβαλήσω μόνος μου. Βλέπεις γέρασα πια». Όταν έφτασαν στο μύλο του είπε ο μυλωνάς.

«Τι θέλεις να σου κάνω για τη βοήθεις που μου?δωσες;»

Το βασιλόπουλο του είπε αμέσως: «Μπορείς να μου πεις το μέρος που βρίσκεται μια κοπέλα όμορφη που η ομορφιά της μόνο με το φεγγάρι μπορεί να συγκριθεί;»

 «Ξέρω που βρίσκεται αλλά μέχρι να την βρεις σε περιμένουν πολλές περιπέτειες. Θα προχωρήσεις μπροστά και θα συναντήσεις ένα τρίστρατο. Θα πάρεις το μεσαίο δρόμο που θα οδηγήσει σ?ένα γκρεμό. Αν καταφέρεις να το περάσεις θα βρεθείς σε μια θάλασσα πλατιά . Αν την περάσεις θα φτάσεις σε ένα νησί. Εκεί θα δεις πέρα μακριά ένα πύργο που το φυλάνε δράκοι. Εκεί μέσα ζει η όμορφη κοπέλλα που ψάχνεις. Πρόσεξε όμως όταν έχουν τα μάτια ανοιχτά τότε δε βλέπουν αλλά όταν είναι κλειστά τότε φυλάξου γιατί βλέπουν κι άμα σε δουν θα σε φάνε. Έβγαλε τότε ένα σακουλάκι με αλεύρι και του το έδωσε. Πάρ? το κι αν το χρειαστείς ρίξε λίγο στο κεφάλι σου.

Το βασιλόπουλο ανέβηκε στ?άλογό του αποχαιρέτησε το μυλωνά και τράβηξε προς το δρόμο που του έδειξε. Πέρασαν πολλές ώρες και το παιδί και συνάντησε μπροστά του ένα γκρεμό . Το βασιλόπουλο έριξε μια πέτρα για να δοκιμάσει πόσο βαθύς είναι και δεν την άκουσε να σταματάει πουθένα. Στάθηκε σκεφτικός και θυμήθηκε τη μαγκούρα που του είχε δώσει ο γέρος στο ποτάμι. Τη χτύπησε τρεις φορές δυνατά και ξαφνικά μια ξύλινη γέφυρα ξεπρόβαλε. Κρατώντας το άλογο από τα γκέμια περπάτησε αργά ?αργά αποφεύγοντας να κοιτάει κάτω γιατί θα ζαλιζόταν από το τεράστιο βάθος και θα έπεφτε μέσα. Με τα χίλια βάσανα πέρασε τη γέφυρα.

Ευτυχώς βρέθηκε μπροστά του ένα ξέφωτο. Εκεί κοιμήθηκε λίγο, πήρε δυνάμεις και συνέχισε το δρόμο του. Μετά από ώρα είδε ν?απλώνεται μπροστά του μια απέραντη θάλασσα.

Το παιδί θυμήθηκε το καύκαλο της χελώνας και το έσπασε. Τότε αυτό μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη βάρκα Ανεβαίνει ο ίδιος μαζί με τ? αλογό του, παίρνει ένα ξύλο για κουπί και αρχίζει να τη διασχίζει. Καθώς προχωρούσε στη θάλασσα έφτασε στη στεριά. Από μακριά είδε κάτι να γυαλίζει. Προχώρησε λίγο ακόμη και είδε ένα μεγάλο πύργο που άστραφτε από το φως του ήλιου καθώς έπεφτε πάνω του. Προχώρησε και έφτασε κοντά. Τότε είδε πως τον φυλάγανε κάποιοι πελώριοι δράκοι. Αμέσως θυμήθηκε το μυλωνά που του είχε δώσει τ?αλεύρι.

Έδεσε τ?άλογό του σε ένα δέντρο και έριξε πάνω στο κεφάλι του τ?αλεύρι που είχε μαζί του. Αμέσως έγινε αόρατος. Πέρασε τον κήπο με τους δράκους που είχαν τα μάτια τους κλειστά και έφτασε στο δωμάτιο της πεντάμορφης. Μετά από λίγο έγινε πάλι ορατός. Μόλις την είδε το παλικάρι τρελάθηκε από

 

την ομορφιά της. Μόλις την άκουσε να μιλά γλυκάθηκε από τη φωνή της. «Τι θέλεις εδώ τον ρώτησε μόλις τον είδε»;

«Ήρθα να σε πάρω και να σε κάνω γυναίκα μου, αν θέλεις κι εσύ».

«Θέλω» του απάντησε εκείνη γιατί της είχε αρέσει το παλικάρι και χρόνια περίμενε κάποιον να την πάρει από εκεί.

«Πώς θα φύγουμε απ?εδώ; Οι δράκοι είναι έξω και παραφυλάνε», ρώτησε τότε το παλικάρι. «Να περιμένουμε να ανοίξουν τα μάτια τους;»

«Όχι, γιατί μπορεί ξαφνικά να τα κλείσουν και τότε θα σε δουν και θα σε φάνε. Θα τους τραγουδήσω και τότε θα πέσουν σε βαθύ ύπνο. Κάτσε εδώ και περίμενέ με».

Βγαίνει στον κήπο και αρχίζει να τραγουδάει με τη γλυκιά της φωνή. Μόλις την ακούν οι δράκοι πέφτουν σε βαθύ ύπνο. Τότε φωνάζει το βασιλόπουλο και του λέει να προσέχει μην πατήσει την ουρά κάποιου δράκου γιατί άμα ξυπνήσουν δεν έχει γλυτωμό.

Μόλις πέρασαν τον κήπο βρήκαν το άλογο να τους περιμένει. Ανέβηκαν πάνω στο άλογο και πήραν το δρόμο της επιστροφής.

Φτάσαν στο βασίλειο του και μόλις ο βασιλιάς αντίκρισε το γιο του έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Το παλικάρι διηγήθηκε στον πατέρα την περιπέτεια που έζησε, του γνώρισε και την όμορφη κοπέλα και ο βασιλιάς αισθάνθηκε υπερήφανος για το γιο του.

Μετά από μια βδομάδα έγιναν οι γάμοι. Όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, περάσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα ...


Ομαδικό παραμύθι από τους μαθητές του Δ ?1

 

Οι ζωγραφιές των παιδιών από το παραμύθι

1 story_d1_2013

2 story_d1_2013

3 story_d1_2013

 

 

Το παραμύθι σε pdf.